παμβαλκανικός

παμβαλκανικός
η , ό[ν] панбалканский; общебалканский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "παμβαλκανικός" в других словарях:

  • παμβαλκανικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλα τα κράτη ή σε όλους τους λαούς τών Βαλκανίων …   Dictionary of Greek

  • παμβαλκανικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σ όλους τους βαλκανικούς λαούς: Παμβαλκανικοί αγώνες στίβου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»